- ἐργοδιώκτης
- ἐργοδῐώκτ-ης, ου, ὁ,A taskmaster, PPetr.2p.6(iii B.C.), LXXEx.3.7, Ph.2.86.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εργοδιώκτης — ἐργοδιώκτης, ὁ (Α) εργοδηγός («καὶ τῆς κραυγῆς αυτών ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν», ΚΔ) … Dictionary of Greek
ἐργοδιώκτης — taskmaster masc nom sg ἐργοδιωκτέω to be a taskmaster imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοδιωκτῶν — ἐργοδιώκτης taskmaster masc gen pl ἐργοδιωκτέω to be a taskmaster pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοδιῶκται — ἐργοδιώκτης taskmaster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοδιώκταις — ἐργοδιώκτης taskmaster masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοδιώκτην — ἐργοδιώκτης taskmaster masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοδιώκτας — ἐργοδιώκτᾱς , ἐργοδιώκτης taskmaster masc acc pl ἐργοδιώκτᾱς , ἐργοδιώκτης taskmaster masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
приставник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἐργοδιώκτης) надсмотрщик, надзиратель. … … Словарь церковнославянского языка
εργοδιωκτώ — ἐργοδιωκτῶ, έω (Α) [εργοδιώκτης] εποπτεύω και επισπεύδω την εκτέλεση έργου («διακόσιοι ἐργοδιωκτοῡντες ἐν τῷ λαῷ», ΠΔ) … Dictionary of Greek
εργότρυς — ἐργότρυς, ὁ (Α) ο εργοδιώκτης … Dictionary of Greek
ԳՈՐԾԱՎԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0575 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c գ. ἑργοδιώκτης, ἑπιστάτης qui uret opus, praefectus Ոստիկան, որ յառաջ վարէ զգործն, կամ զգործավարս ʼի գործ. վերակացու. հարկապահանջ. եւ այլն .... տե՛ս Ել. ՟Ա. 11: ՟Ե. 6. 7. 10. 13 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)